- σκοποῖμεν
- σκοπάωpres opt act 1st pl (attic epic doric ionic)σκοπέωbeholdpres opt act 1st pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλεοναχή — Α [πλεοναχός] επίρρ. ποικιλοτρόπως, από πολλές απόψεις («κἄν εἰ πλεοναχῇ σκοποῑμεν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek